παρατελευτος

παρατελευτος
    παρατέλευτος
    παρα-τέλευτος
    ἥ (sc. συλλαβή) грам. предпоследний слог

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "παρατελευτος" в других словарях:

  • παρατέλευτος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατέλευτος — ον, Α 1. προτελευταίος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ παρατέλευτος η λέξη που τονίζεται στην παραλήγουσα 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρατέλευτον είδος μέτρου («μονόμετρον ὅ καὶ παρατέλευτον ὀνομάζεται», Σχόλ. στον Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τελευτος… …   Dictionary of Greek

  • παρατέλευτον — παρατέλευτος masc/fem acc sg παρατέλευτος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατελεύτοις — παρατέλευτος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατελεύτου — παρατέλευτος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατελεύτων — παρατέλευτος masc/fem/neut gen pl παρατελευτάω to be penultimate imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) παρατελευτάω to be penultimate imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατελεύτῳ — παρατέλευτος masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπαρατέλευτος — ον, Α το θηλ. ως ουσ. η προπαρατέλευτος η προπαραλήγουσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + παρατέλευτος «παραλήγουσα»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»